Στον Παγονέρι, ανήμερα των Θεοφανείων στις 12:00 το μεσημέρι μετά τον καθαγιασμό των υδάτων και καθώς έρχεται το εκκλησίασμα από τις κάτω βρύσες στην πλατεία του χωριού, συναντιέται με το θίασο. Κυρίαρχη μορφή του θιάσου αποτελούν οι «Αράπηδες» που είναι μεταμφιεσμένοι με προβιές τράγου που καλύπτουν όλο το σώμα, φέρουν μάσκα, στη μέση κρεμούν κουδούνια, ενώ στο χέρι κρατούν ξύλινα σπαθιά και στάχτη και στα πόδια φέρουν γουρουνοτσάρουχα. Ένας άνδρας υποδύεται τη νύφη, με άσπρο φόρεμα, προκλητικά βαμμένη, την οποία προστατεύουν ως αδελφή τους οι Αράπηδες, από τυχόν επίδοξο κλέφτη. Όποιος τολμήσει να την κλέψει, θα τον συλλάβουν οι Αράπηδες και θα πρέπει να πληρώσει λύτρα. Ένας άλλος άνδρας υποδύεται τη γύφτισσα, ντυμένος πολύχρωμα, με ένα ψεύτικο μωρό στην αγκαλιά που προσπαθεί να το πουλήσει. Όποιος το πάρει και προσπαθήσει να φύγει, τον κυνηγούν οι Αράπηδες και αφού τον πιάσουν πρέπει να πληρώσει λύτρα. Τέλος, ο χακλής (ιατρός), που φοράει λευκά ρούχα, κεφαλοστολή από δέρμα χοίρου πάνω στο «αλογάκι» του (ομοίωμα αλόγου στα σκέλια του αναβάτη) με τα γιατρικά του σε τσάντα και ξύλινο ραβδί στο χέρι, τρέχει να θεραπεύσει όποιον υποδύεται τον ασθενή. Το δρώμενο διαρκεί μέχρι το βράδυ, με πειράγματα, χορούς και τραγούδια υπό τους ήχους των τοπικών μουσικών οργάνων, της γκάιντας και του νταχαρέ.