Στις αρχές του 16ου αιώνα η άνυδρη χερσόνησος της Παναγίας υδροδοτήθηκε με τα νερά που πηγάζουν από την περιοχή της Παλιάς Καβάλας. Διοχετεύονταν στην πόλη μέσω ενός κτιστού επίγειου αγωγού μήκους εξίμισι χιλιομέτρων, που ξεκινούσε από πηγή που βρισκόταν σε υψόμετρο 400 μέτρων (γνωστή ως «μάνα του νερού» ή «Σούμπαση» ή «τρία Καραγάτσια») και κατέληγε στις Καμάρες.
Το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο της Καβάλας έχει μήκος 270 μέτρα και μέγιστο ύψος 25 μέτρα, είναι κτισμένο από ντόπιο γρανίτη και πλίνθους. Πατά σε 18 ογκώδη μεσόβαθρα («ποδαρικά») και φέρει διπλή και σε ορισμένα σημεία τριπλή σειρά επάλληλων τόξων. Κατασκευάστηκε για να γεφυρώσει το χαμηλό μέρος που χωρίζει τη χερσόνησο της Παναγίας από τα απέναντι υψώματα. Έτσι το νερό έφτανε στις δημόσιες κρήνες (υπάρχουν ακόμη απομεινάρια τριών), στις δεξαμενές, στα λουτρά και στα ιδρύματα της παλιάς πόλης.
Οι Καμάρες κτίστηκαν από τον Ιμπραήμ πασά, βεζύρη του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομοθέτη, μεταξύ 1520 –1530, την περίοδο ανασυγκρότησης της πόλης και αποτέλεσαν έργο ζωτικής σημασίας. Το νερό έκανε τον οικισμό βιώσιμο, συνέβαλε στην ανάπτυξη των αστικών λειτουργιών του, στην εγκατάσταση νέων κατοίκων και στη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του. Με δυο λόγια, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη μεταμόρφωση της Καβάλας από ασήμαντο οικισμό σε μικρή πόλη.
Ως έργο είναι τεράστιο, δυσανάλογο με το μέγεθος του τότε ασήμαντου οικισμού. Παρόμοιο υδραγωγείο της οθωμανικής περιόδου, τέτοιας κλίμακας και τόσο ισχυρής κατασκευής, δεν εντοπίζεται αλλού. Πιθανολογείται λοιπόν ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε υδραγωγείο παλαιότερης περιόδου, πάνω στα απομεινάρια του οποίου κτίστηκαν οι Καμάρες. Πιο πειστική είναι η άποψη ότι οι Καμάρες είναι το ρωμαϊκό υδραγωγείο της αρχαίας Νεάπολης. Κατασκευάστηκε κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, ανάμεσα στον 1ο και τον 6ο, δέχτηκε κατά καιρούς πολλές επισκευές και πρέπει να διατήρησε την αρχική λειτουργία του τουλάχιστον μέχρι και τη μεσοβυζαντινή περίοδο.
Στα 1520 – 1530 επισκευάστηκε ριζικά ο αγωγός του νερού σ’ όλη του τη διαδρομή, από τα Τρία Καραγάτσια μέχρι την πόλη, κτίστηκαν ή επιδιορθώθηκαν οι υδατογέφυρες και στη θέση του κατεστραμμένου υδραγωγείου ανοικοδομήθηκαν οι επιβλητικές Καμάρες. Το παλιό αυτό Υδραγωγείο ύδρευε την πόλη της Καβάλας μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για τέσσερις αιώνες χάρη στη συνεχή και συστηματική συντήρησή του και τις κατά καιρούς επισκευές.
Το 1912 – 1913 οι αρχές της πρόσκαιρης βουλγαρικής διοίκησης κατάργησαν τα επί αιώνες προστατευτικά μέτρα και μετέτρεψαν το μονοπάτι του νερού σε δρόμο. Η διέλευση πεζών, κοπαδιών και αμαξών προκαλούσε βλάβες και ρήγματα στον αγωγό, με αποτέλεσμα την απώλεια του νερού και τις συχνές μολύνσεις του. Η πόλη της Καβάλας, στα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων αντιμετώπισε τεράστιο πρόβλημα υδροδότησης. Ο πληθυσμός της αυξήθηκε υπερβολικά από 25.000 σε 50.000 και εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης δεν υπήρχε. Το νερό έφτανε στην παλιά πόλη μέρα παρά μέρα και μόνο για λίγες ώρες και οι κοινόχρηστες βρύσες γίνονταν θέατρο ομηρικών καυγάδων για το σπάνιο αγαθό. Στο διάστημα λοιπόν 1914 – 1928 η πόλη δοκιμάζονταν με τραγικό τρόπο από την έλλειψη νερού, γεγονός που οδήγησε σε συστηματικές προσπάθειες για αντιμετώπιση του προβλήματος.
Το 1923 ανατέθηκε στο μηχανικό Νικόλαο Μίχα εκπόνηση μελέτης ύδρευσης και το 1928 κατασκευάσθηκε το νέο υδραγωγείο της πόλης, με υδροληψία από τρεις νέες γεωτρήσεις στην περιοχή Τεκίρ– Μπουνάρ, των οποίων η ανόρυξη έγινε το 1927 κοντά σε μια προϋπάρχουσα. Η προϋπάρχουσα αυτή γεώτρηση είχε κατασκευασθεί ήδη από το 1911, ως δωρεά του χαδίβη της Αιγύπτου προς τη γενέτειρά του, προκειμένου αυτή να αποκτήσει το αναγκαίο υδραγωγείο. Από τη θέση αυτή αντλούνταν νερό με δυο πετρελαιοκίνητες αντλίες.
Το 1948 ο Δήμος της Καβάλας σε απόσταση 150μέτρα από το αρχικό αντλιοστάσιο εγκατέστησε πλέον δύο ηλεκτροκίνητα αντλητικά συγκροτήματα. Έτσι η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά. Ωστόσο η έλλειψη νερού εξακολουθούσε να είναι έντονη.
Στο διάστημα 1957 – 1958 παρουσιάστηκε κάμψη της στάθμης του νερού των γεωτρήσεων. Προκειμένου να ανέλθει η στάθμη του νερού, η λειτουργία του αντλιοστασίου διακόπτονταν συχνά. Τότε ο Δήμος προέβη στην πραγματοποίηση δυο νέων γεωτρήσεων, που έσωσαν την Καβάλα από μια δοκιμασία λειψυδρίας, όταν κατά τα έτη 1959-1960 σε όλη σχεδόν την καλοκαιρινή περίοδο διακόπηκε τελείως η αυτόματη ροή της γεώτρησης Ι. Το 1961 οι πολλές βροχοπτώσεις συνέβαλαν στην αποκατάσταση του προβλήματος. Ωστόσο ήταν πλέον διαπιστωμένο γεγονός ότι η υδροφόρος περιοχή Τεκίρ-Μουνάρ δεν επαρκούσε, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι άρχισαν προσπάθειες ανεύρεσης νέων υδάτινων πόρων.
Ανατέθηκε λοιπόν το 1963 στον πολιτικό μηχανικό Λ. Κορτέση εκπόνηση σχετικής μελέτης. Σύμφωνα με αυτή θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν επιπλέον δυο γεωτρήσεις στην περιοχή Αμυγδαλεώνα – Δάτου, λύση οικονομικά εφικτή και για τις δυνατότητες του Δήμου Καβάλας. Επιπλέον θα επιτυγχάνονταν πλήρης εκμετάλλευση της υφιστάμενης εγκατάστασης η οποία παρουσίαζε το σοβαρό πλεονέκτημα της υψηλής αυτόματης ροής. Ωστόσο το έργο, για άγνωστους λόγους δεν πραγματοποιήθηκε και το πρόβλημα της έλλειψης νερού συνεχίστηκε για μερικά χρόνια ακόμη.
Το 1968 γίνεται νέα προσπάθεια, με ανάθεση στον πολιτικό – υδραυλικό μηχανικό Θεμιστοκλή Ξανθόπουλο να εκπονήσει μελέτη για την κατασκευή του εξωτερικού και εσωτερικού δικτύου Καβάλας. Στους βασικούς στόχους αυτής της μελέτης περιλαμβάνονταν η εξασφάλιση της απαιτούμενης ποσότητας νερού τουλάχιστον για τα επόμενα 40 χρόνια καθώς και η διασφάλιση νερού καλής ποιότητας με τον πιο οικονομικό τρόπο.
Αφού εξετάστηκαν όλες οι υπάρχουσες λύσεις, επιλέχθηκε ως πιο συμφέρουσα και αποδοτική η λύση των πηγών της Βοϊράνης και ανατέθηκε «η οριστική μελέτη υδρεύσεως πόλεως Καβάλας» στο Θ. Ξανθόπουλο και την ομάδα του. Τα έργα ξεκίνησαν αμέσως και ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 1973 με την έναρξη λειτουργίας του νέου Κεντρικού Αντλιοστασίου Ύδρευσης.
http://www.dromosnerou.3lykeiokavalas.gr/
http://www.kavalagreece.gr